Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Διδακτική επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

Με αφορμή τον εορτασμό των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Πρόγραμμα σχετικό με το παρελθόν της Ηπείρου που υλοποιείται στο σχολείο μας, οι μαθητές των τμημάτων Α1 και Α3 επισκέφτηκαν, στις 28-9-2018, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων και συμμετείχαν στην δράση «Πόλεις και Κώμες της Αρχαίας Ηπείρου». 


Οι μαθητές πληροφορήθηκαν από τις αρχαιολόγους κυρίες Ιουλία Κατσαδήμα και Ελένη Βασιλείου για την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των πόλεων της Ηπείρου κατά την αρχαιότητα και, αφού εργάστηκαν ομαδικά, συμπλήρωσαν σχετικά φύλλα εργασίας.

Τους μαθητές συνόδευσαν οι φιλόλογοι Α. Μπουκουβάλα και Β. Ραμπαούνη.


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Εξελίξεις σε Ελλάδα και Τουρκία μετά τον μικρασιατικό πόλεμο

Φραντς Κάφκα (1883-1924)


O Φραντς Κάφκα ήταν ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς φαντασίας του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε σε μια γερμανόφωνη εβραϊκή οικογένεια της μεσαίας τάξης στην Πράγα, που τότε αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα της Βοημίας. Μεγάλο κομμάτι του έργου του δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του, με τη μοναδική γραφή του να τον κατατάσσει στις πλέον σημαίνουσες προσωπικότητες της δυτικής λογοτεχνίας. Το οικογενειακό όνομα Κάφκα θα πρέπει να επιλέχθηκε από τους μακρινούς προγόνους τους, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναγκάστηκαν από τη νομοθεσία να εγκαταλείψουν τα εβραϊκά πατρώνυμά τους. Στα τσέχικα, το όνομα Κάφκα (kavka) σημαίνει την κάργια, που αποτέλεσε και το έμβλημα που χρησιμοποιούσε o Χέρμαν Κάφκα (πατέρας του) στις επαγγελματικές του επιστολές. Στα διηγήματά του περιλαμβάνεται η Μεταμόρφωση (1912) και Στη Σωφρονιστική Αποικία (1914), ενώ στα μυθιστορήματά του, η Δίκη (1925), ο Πύργος (1926) και Αμερική (1927). Η γλώσσα που ο Κάφκα επέλεξε να γράψει τα έργα του ήταν τα γερμανικά, λόγω του ενδιαφέροντος που έδειχνε στη γερμανική κουλτούρα. Διέθετε παράλληλα ευχέρεια και στην τσεχική γλώσσα, ενώ γρήγορα έμαθε να μιλάει και να διαβάζει γαλλικά. Ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς, ήταν ο Φλωμπέρ.



Το σπίτι του Κάφκα στην Πράγα, κοντά στη Γέφυρα του Καρόλου
Το σπίτι του Κάφκα στην Πράγα, κοντά στη Γέφυρα του Καρόλου...


Ξεκίνησε σπουδές στη Χημεία στο Πανεπιστήμιο της Πράγας (Charles-Ferdinand), για να αποφασίσει μετά από δύο εβδομάδες
Kinský Palace where Kafka attended gymnasium and his father owned a shop
ότι η Νομική του ταιριάζει περισσότερο. Η αλλαγή της σταδιοδρομίας ικανοποίησε τον πατέρα του, και έδωσε χρόνο Κάφκα να μελετήσει καλύτερα τη γερμανική κουλτούρα και την ιστορίας της τέχνης. Στο τέλος του πρώτου έτους των σπουδών του, γνώρισε τον Μαξ Μπροντ, που έγινε ο πιο στενός φίλος του και παρέμεινε έτσι σε όλη τη ζωή του. Το συγγραφικό έργο του Κάφκα δεν προσέλκυσε μεγάλη προσοχή πριν το θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δημοσίευσε μόνο μερικές σύντομες ιστορίες και δεν τελείωσε ποτέ οποιοδήποτε από τα μυθιστορήματά του, εκτός από τη «Μεταμόρφωση» (αν θεωρείται ένα σύντομο μυθιστόρημα). Το φθινόπωρο του 1921, μετά την επιστροφή του στην Πράγα από το σανατόριο της Σλοβακίας, ο Κάφκα έγραψε την πρώτη του διαθήκη, ένα σημείωμα με αποδέκτη τον Μαξ Μπροντ, καταγράφοντας την επιθυμία του να καταστρέψει ό,τι υπήρχε «σε ημερολόγια, χειρόγραφα, επιστολές άλλων και δικές μου, σχεδιάσματα και τα λοιπά, να καούν ανελλιπώς και χωρίς να διαβαστούν, καθώς επίσης και όλα όσα έχω γράψει ή σχεδιάσει». Ο Μπροντ αγνόησε το αίτημα του, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα το ότι όταν ο Κάφκα ζητούσε κάτι τέτοιο, γνώριζε κατά βάθος ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μία τέτοια απαίτηση. Μετά το θάνατο του Κάφκα, ετοίμασε την έκδοση των μυθιστορημάτων Ο Πύργος, Η Δίκη και Αμερική, έργα που θεωρούνται ουσιαστικά ημιτελή. Ο Φραντς Κάφκα πέθανε στις 3 Ιουνίου του 1924. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Πράγα, όπου ενταφιάστηκε στις 11 Ιουνίου, στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, με παρουσία περίπου εκατό ατόμων. 


Πηγές: www.lifo.gr
Η μηχανή του χρόνου



Ο Φραντς Κάφκα το 1919 αποφασίζει και γράφει μια επιστολή στον πατέρα του την οποία δεν έστειλε ποτέ. Κάποια στιγμή την παρέδωσε την φίλη του Μιλένα και της είπε ότι θα της ζητήσει να την παραδώσει στον πατέρα του. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ και έτσι η Μιλένα μετά τον θάνατο του την παρέδωσε στον φίλο του Κάφκα Μαξ Μπρόντ ο οποίο την έκανε βιβλίο, αγνοώντας όπως είναι γνωστό την επιθυμία του Καφκα να καεί με το υπόλοιπο ανέκδοτο έργο του.



Επιστολή προς τον Πατέρα του (αποσπάσματα)


Τούτο ήταν εκείνον τον καιρό μια μικρή αρχή μόνο, αλλά αυτό το συναίσθημα της μηδαμινότητας που συχνά με καταλαμβάνει (ένα από μιαν άλλην άποψη παρ’ όλα ταύτα επίσης ευγενές και γόνιμο συναίσθημα) κρατά εν πολλοίς απ’ τη δική σου την επιρροή. Εγώ χρειαζόμουν λίγην ενθάρρυνση, λίγην ευγένεια, λίγο άνοιγμα του δρόμου μου, αντί γι’ αυτό εσύ μου τον έφραζες, με την καλή πρόθεση βέβαια να πάρω άλλον δρόμο. Αλλά για ’κείνα δεν έκαμνα εγώ. Μ’ ενθάρρυνες λ.χ., όποτε χαιρετούσα και παρήλαυνα καλά, αλλά εγώ δεν ήμουν μελλοντικός στρατιώτης, ή μ’ ενθάρρυνες, όποτε μπορούσα να τρώγω πολύ ή να πίνω μάλιστα και μπύρα επιπλέον, ή όποτε μπορούσα να τραγουδώ επαναλαμβάνοντας τραγούδια χωρίς να τά ’χω καταλάβει, ή να ψιττακίζω τις δικές σου τις αγαπημένες τις εκφράσεις, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν για το μέλλον το δικό μου. 


Εκείνον τον καιρό κι εκείνον τον καιρό παντού τη χρειαζόμουν την
ενθάρρυνση εγώ. Εμένα ήδη με κατέθλιβε η σωματική σου διάπλαση και μόνο. Θυμάμαι λ.χ. πώς γδυνόμαστε συχνά-πυκνά μαζί σε κάποια καμπίνα. Εγώ λιπόσαρκος, αδύναμος, μια σταλιά, εσύ δυνατός, ψηλός, ευρύστερνος. Ήδη μέσα στην καμπίνα ένιωθα αξιοθρήνητος εγώ, και μάλιστα όχι μόνο ενώπιόν σου, αλλά ενώπιον όλου του κόσμου, διότι εσύ ήσουν για μένα το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όταν όμως βγαίναμε ύστερα από την καμπίνα κι εμφανιζόμαστε ενώπιον των ανθρώπων, εγώ απ’ το χέρι σου, ένας μικρός σκελετός, ανασφαλής, ξυπόλυτος επάνω στις σανίδες, φοβούμενος το νερό, ανίκανος να μιμηθώ τις δικές σου τις κολυμβητικές κινήσεις, που εσύ μου τις έδειχνες με καλές προθέσεις, αλλά κάμνοντας με στην πραγματικότητα να ντρέπομαι συνεχώς βαθύτατα, τότε εγώ πολύ απελπιζόμουν κι όλες οι άσχημες οι εμπειρίες μου σ’ όλους τους τομείς τέτοιες στιγμές εναρμονίζονταν μεγαλοπρεπώς. 

Tα γραπτά μου είχαν να κάμνουν μ' εσένα, εγώ θρηνούσα εκεί βέβαια μόνο ό,τι δεν μπορούσα να θρηνήσω στην αγκαλιά σου. Ήταν ένας σκόπιμα παρατεταμένος τρόπος να σε αποχαιρετώ, μόνο που ήταν ασφαλώς εξαναγκασμένος από εσένα, αλλά εξελισσόταν στην κατεύθυνση που όριζα εγώ

 Πηγή: www.lifo.grhttp://www.lifo.gr/team/sansimera/58112

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου


Λιγοστό το έργον της Ζακυνθηνής αυτής κόρης, έμεινε σχεδόν όλο ανέκδοτο·[.. .] Γεννήθηκε στα 1801 και πέθανε στα 1832. Η αυτοβιογραφία της, που την είχε γράψει λίγο πριν πεθάνει, εκτός από την μαρτυρία την οποία παρέχει, αποτελεί σπάνιας ποιότητας λογοτεχνικό κείμενο, ένα από τα πιο αγνά στολίσματα της νέας μας λογοτεχνίας.


Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 286.



Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
(προσωπογραφία του Νικολάου Καντούνη, 1833)
[πηγή: Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων].
Στα κατάλοιπά της διασώθηκαν 22 θεατρικά έργα, καθώς και άλλα πεζά και ποιητικά κείμενα, γραμμένα σε ελληνική ή ιταλική γλώσσα. Από την αξιοσημείωτη αυτή παραγωγή η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας συγκράτησε μόνο τις αυτοβιογραφικές της σελίδες, που τις τύπωσε ο γιος της στην οψίτυπη και αποσπασματική έκδοση: Η μήτηρ μου. Αυτοβιογραφία της κυρίας Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου μετά διαφόρων αυτού ποιήσεων (1881). […]


Παρ’ ότι η αυτοβιογραφική της αφήγηση υπέστη περικοπές και αλλοιώσεις, συνιστά ένα σημαντικό λογοτεχνικό κείμενο, η σπουδαιότητα του οποίου δεν εξαντλείται στα όρια της γλώσσας και της ποιητικής του, αλλά φτάνει μέχρι τη βαθύτερη προβληματική της σύγκρουσης με τη συντηρητική επτανησιακή κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Γραμμένη με διαπεραστική ευθύτητα, χάρη, ζωντάνια αλλά και ρομαντική διάθεση, η Αυτοβιογραφία αποδίδεται με την καθομιλουμένη της επτανησιακής άρχουσας τάξης, με παραφθαρμένες ιταλογενείς λέξεις και με λέξεις αντλημένες από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Το κράμα αυτό απηχεί όχι μόνο τις γλωσσικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν τη γραφή της Μουτζάν-Μαρτινέγκου, αλλά και το κυρίαρχο ύφος των λογίων της εποχής. Οι συνεχείς αναφορές στη δύναμη της λογικής, στην αξία της ενάρετης αγωγής, της παιδείας και της ατομικής ελευθερίας συγκροτούν μια φιλελεύθερη συνείδηση, μέσα στα συμφραζόμενα του γαλλικού Διαφωτισμού.


Η εξομολογητική πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση τοποθετείται από την κριτική στις απαρχές του ρομαντισμού και της γυναικείας γραφής. Το ενδιαφέρον για το κείμενο ανανεώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μέσα στο πλαίσιο του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα (1970-1980), καθώς και των γυναικείων σπουδών.


Αλέξης Ζήρας & Στέση Αθήνη, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1481.



Το κείμενο της Μουτζάν αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την απεικόνιση ορισμένων απόψεων της κοινωνικής οργάνωσης της εποχής που γράφτηκε, επειδή η συγγραφέας του βρίσκεται σε μια θέση προνομιακή, δεδομένου ότι από το ένα μέρος ανήκει στην καθεστηκυία τάξη, αλλά από το άλλο μέρος —λόγω του φύλου της— βρίσκεται στο περιθώριο αυτής της τάξης […]



Με τον τρόπο αυτόν το κείμενό της αποτελώντας μια περιγραφή της κοινωνικής καταπίεσης των γυναικών, που είναι πολύτιμη για την ιστορία αυτού του προβλήματος που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτισμική και πολιτική ιστορία του ανθρώπου, ανήκει στην ιστορία της ελληνικής φεμινιστικής σκέψης, εκπροσωπώντας μάλιστα μια φιλελεύθερη εκδοχή της. Αυτός ο φιλελεύθερος φεμινισμός προήλθε από εκείνη τη σχολή της πολιτικής σκέψης που ονομάζουμε «φιλελευθερισμό», ο οποίος διατηρεί μιαν αντίληψη για την ανθρώπινη φύση που τοποθετεί τη μοναδικότητά μας ως προσώπων στη λογική ικανότητά μας.



Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Εισαγωγή». Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία, εισαγ.-φιλολ. επιμ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Ωκεανίδα, Αθήνα 1997, 49-50.



[…] Την εποχή που ο Σολωμός γράφει στη Ζάκυνθο το Διάλογο και τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν και συντάσσει ο Κάλβος στο fior di Levante τις ανεπανάληπτες Ωδές του, η νεαρή Ελισάβετ γράφει κυρίως θεατρικά έργα.



Κατά δική της μαρτυρία στο χρονικό διάστημα 1820-25 έχει γράψει 22 τραγωδίες, κωμωδίες και δράματα στα ιταλικά και ελληνικά· και μόνο ο αριθμός βάζει τη Μουτζάν-Μαρτινέγκου πάνω από τον πολυγραφότερο δραματουργό της εποχής, τον Ιωάννη Ζαμπέλιο, που οι τραγωδίες του, όταν εκδίδονται το 1860 μεταθανάτια στη Ζάκυνθο σε μια δίτομη έκδοση, ανέρχονται σε 12. Η ελληνική δραματουργία των χρόνων του Αγώνα θα ήταν αφάνταστα πιο πλούσια, αν είχαν σωθεί έστω τα μισά από τα έργα αυτά· […]


Όταν γράψει κανείς μέσα σε πέντε χρόνια 22 […] «θεατρικά συγγράμματα», σημαίνει πως γράφει μανιωδώς, και για να ικανοποιήσει μια ζωτική ανάγκη· για την «έγκλειστη της Ζακύνθου» ήταν η επικοινωνία. Η προτίμηση του διαλογικού λόγου δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός πως ο πεζογραφικός λόγος τότε ήταν ακόμα στην προεπαναστατική Ελλάδα στα σπάργανα, ενώ το θέατρο και η ποίηση αποτελούν αρκετά διαδεδομένα και καλλιεργημένα είδη, αλλά και με το ότι το δράμα αναπαριστάνει το κατεξοχήν ζητούμενο για την Ελισάβετ: την επικοινωνία, το διάλογο […]


Η επικοινωνιακή σκοπιμότητα (με τον πιθανό και εικαζόμενο αναγνώστη) ικανοποιεί, δηλαδή, πολλαπλώς, τα κενά της ζωής της «έγκλειστης» και της δίνει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας με τον κόσμο: διασκεδάζει τον εαυτό της και τους άλλους, διατυπώνει ιδέες και οράματα, διδάσκει τους άλλους, διαμαρτύρεται, καταγγέλλει, μάχεται υπέρ των γυναικών, κάνει έκκληση για αντίσταση στην ανδρική αυθεντία, σατιρίζει, απομυθοποιεί. Έχει παρατηρηθεί ότι ακόμα και τα δύο αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες, που σώζονται μεταφρασμένα, Ικέτιδες (1-175), το χορικό των Δαναΐδων που παρακαλούν τον Δία να τις σώσει από τον ανεπιθύμητο γάμο τους με τους γιους του Αιγύπτιου, και Προμηθεύς Δεσμώτης (88-126, 244-256), έχουν σχέση με το μόνιμο θεματολόγιό της.


Βάλτερ Πούχνερ, «Προεισαγωγικά». Γυναίκες θεατρικοί συγγραφείς στα χρόνια της Επανάστασης και το έργο τους, φιλολ. επιμ. Βάλτερ Πούχνερ, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2003, 73 & 82-83 [σειρά: Θεατρική Βιβλιοθήκη].


Ο μικρασιατικός πόλεμος (1919-1922)



Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ρέα Γαλανάκη, Eλένη ή ο Κανένας

Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947.
Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Ζει στην Πάτρα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων (το 1981). Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο (το 1999 για το μυθιστόρημα "Ελένη ή ο Κανένας" και το 2005 για τη συλλογή διηγημάτων "Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι"). Επίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας "Κώστα και Ελένης Ουράνη" της Ακαδημίας Αθηνών (το 2003 για το μυθιστόρημα "Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων"), με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης το 1987 και με το "Βραβείο Αναγνωστών" του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2006 για το μυθιστορηματικό χρονικό "Αμίλητα, βαθιά νερά". Το μυθιστόρημά της "Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά" είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εντάχθηκε από την Ουνέσκο στην "UNESCO Collection of Representative Works" (1994), ενώ το "Ελένη ή ο Κανένας" διεκδίκησε το Ευρωπαϊκό Βραβείο "Αριστείον" μπαίνοντας στην τελική τριάδα των υποψήφιων έργων (1999). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά, τουρκικά, αραβικά, κινεζικά, εβραϊκά και αλβανικά.
Πηγή:Βiblionet




28.08...




Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα

Η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος, με πολυτάραχο και τραγικό βίο.
Aυτο-πορτραίτο της Ελ. Αλταμούρα-Μπούκουρα

Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι. Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.



Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).


Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.

Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών.

Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και
Ε. Μπούκουρα-Αλταμούρα, Απελπισία,
ελαιογραφία, χωρίς χρονολογία.
επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.

Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Κ.Βάρναλης (1884 - 1974)

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και γράφτηκε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902 και διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών. (...) Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή και διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία. Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία. Τρία χρόνια αργότερα έγινε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου και μετά από κατηγορίες εναντίον του για εμπλοκή στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. 


Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902», φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.

Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1921 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933). Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα.

Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννης Κεφαληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Ένα χρόνο αργότερα σημειώθηκε η κριτική διαμάχη του Βάρναλη με τον Γιάννη Αποστολάκη. Ο Βάρναλης δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, αντιτιθέμενος στην ιδεαλιστική ποιητική θεωρία που είχε εκφράσει ο Αποστολάκης στο έργο του Η ποίηση
στη ζωή μας. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα και τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με το Γληνό και μετά από εντολή του Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. 

Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974. 

Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Οργή Λαού, γραμμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος από το Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935.

Η πορεία του Βάρναλη στο χώρο της ποίησης ξεκίνησε το 1904, όταν εξέδωσε τις Κηρύθρες, την πρώτη του ποιητική συλλογή με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρέυμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες. Με τον Προσκυνητή πέρασε σε μια νέα ιδεολογική κατεύθυνση και υιοθέτησε ένα μεσσιανικό πρότυπο της ποιητικής ιδιότητας, ενώ με το Φως που καίει σηματοδοτήθηκε η τελευταία ιδεολογική του μεταστροφή, αυτή τη φορά προς την κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία με τη παράλληλη όμως παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων. Ο τελευταίος αυτός προσανατολισμός του τον συνόδεψε σ’ όλη τη ζωή του και κυριαρχεί και στα κριτικά του κείμενα. Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο του αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του.


Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Tάφος ιέρειας στην Αρχαία Αίγυπτο

Ένας τάφος 4.400 χρόνων ανακαλύφτηκε σε εξαιρετική κατάσταση λίγα μέτρα μακριά από τις διάσημες πυραμίδες της Γκίζας νότια του Καΐρου. Ο τάφος αυτός χτίστηκε για την Hetpet, ιέρεια της θεάς της γονιμότητας Hathor στο Αρχαίο Βασίλειο.

Η Hetpet απεικονίζεται σε πολύχρωμες τοιχογραφίες έτοιμη να ψαρέψει ή να κυνηγήσει. Στα τοιχώματα του τάφου περιλαμβάνονται επίσης σκηνές από μουσικές παραστάσεις και χορό καθώς και δύο πίθηκοι, που εκείνη την εποχή ήταν κατοικίδια ζώα, εκ των οποίων ο ένας χορεύει μπροστά σε μια ορχήστρα.



Πηγή: L'express

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922-1988)



Ο Τάσος Λειβαδίτης, γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. 

Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. 

Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη" στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού "Θεμέλιο". 

Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του "Μάχη στην άκρη της νύχτας" και "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας". Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου" και αθωώθηκε πανηγυρικά. 

Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του "Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια" (1958). Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη "Συνοικία το όνειρο", που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.). Συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Αυγή" (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας του Παπαδόπουλου), το περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. 

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά · παράλληλα στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο "Νυχτερινό επισκέπτη"Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του "Βιολέτες για μια εποχή" που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του.

 Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου". 

Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου"), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του "Συμφωνία αρ.Ι"), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή "Βιολί για μονόχειρα"), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το "Εγχειρίδιο ευθανασίας"). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες.

 Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο.

Τάσος Λειβαδίτης, Συγχώρα με, αγάπη μου

Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου…
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια
αν ολάκερη έχεις δοθεί…
Όλα μπορούσανε να γίνουνε
στον κόσμο αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες…
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου…
Μα και τι να πει κανείς…
Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
έζησα όλη τη ζωή…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
και τότε όλα τα βράδια
κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας…
Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
μ’ όλη μου τη δύναμη…
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα να μη πεθάνει…
Θε μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου,
που ζούσα πριν να σε γνωρίσω…
Μισώ τα μάτια μου,
που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου..
Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
α, για να γεννηθείς εσύ
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι αυτό έγινε ο κόσμος…
Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
είμαστε κιόλας νεκροί…
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
έξω απ’ την πόρτα σου,
εσύ θα ξέρεις,
πως πέθανε σφαγμένος
απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
που ονειρευότανε για σένα…
Ποδοπάτησε με,
να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
να μ’αγγίζεις…


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (1885 -1968)

Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης
Μπεμπέκι. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας. 

Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Μετά από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι (Κρατική Δραματική Σχολή), όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με το Σπύρο Παππά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο το Γιώργο, ο οποίος σταδιοδρόμησε στο ελληνικό θέατρο. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά από μερικά χρόνια μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της και εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. 

Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον
δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912 η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην παλιά της αγάπη για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. 

Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές). Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της εξέδωσε το βιβλίο Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962). Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος.

Πηγή:Εθνικό Κέντρο Βιβλίου





Μελοποιημένο 
από τον Γιάννη Σπανό ποίημα της Μυρτιώτισσας.

Η ποιήτρια  το έγραψε για τον Ξενόπουλο, που τον ερωτεύτηκε όταν ήταν αύτη 18 χρονών και αυτός 36. Ωστόσο τον ερωτεύτηκε όταν ο συγγραφέας έκανε τον δεύτερο γάμο του και φυσικά δεν μπορούσε να την παντρευτεί. Το γεγονός έκανε τους γονείς της Θεώνης, να την παντρέψουν πιεστικά και άμεσα με έναν ξάδελφο της, τον Σπύρο Παππά.

Οι «Μυστικοί Αρραβώνες» του Γρ. Ξενόπουλου εχει την ωραιότερη ερωτική επιστολογραφία που γράφτηκε ποτέ, γιατί είναι πραγματική κι αληθινή. Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο ίδιος ο Ξενόπουλος και ηρωίδα του έργου η   «Μυρτιώτισσα», μάνα του αξέχαστου ηθοποιού Γιώργου Παππά.( στοιχεία από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Έρωτας τάχα

Έρωτας τάχα ναν΄ αυτό 
που έτσι με κάνει να ποθώ 
τη συντροφιά σου 
που σαν βραδιάζει τριγυρνώ 
τα φωτισμένα για να δω 
παράθυρά σου; 

Έρωτας να ’ναι η σιωπή 
που όταν σε βλέπω μου το κλει
σφιχτά το στόμα 
που, κι όταν μείνω μοναχή 
στέκω βουβή κι εκστατική 
ώρες ακόμα;

Έρωτας να ’ναι ή συμφορά
με κάποιου αγγέλου τα φτερά 
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά 
με τέτοια δώρα τρυφερά 
να με πλανέσει ;

Μα ό,τι και να ’ναι το ποθώ 
και καλώς νά ’ρθει το κακό 
που είν’ από σένα΄ 
θα γίνει υπέρτατο αγαθό
 στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
 τ’ αγαπημένα...

Πηγή: Ποιεῖν.gr

Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα, κόρη του γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής το γένος Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Γύθειο, τα Φιλιατρά και την Καλαμάτα,
όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και το 1916 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Τον ίδιο χρόνο συγκέντρωσε ποιήματα στη συλλογή Μαργαρίτες, την οποία δεν εξέδωσε.

 Το 1918 διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα η μητέρα της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Τότε γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα, και δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά Έσπερος (Σύρου), Ελληνική Επιθεώρησις, Πανδώρα, Παιδική Χαρά και Εύα.

Το 1924 γνώρισε τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε τις σπουδές της και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πήρε μέρος σε παράσταση του έργου του Νικοντέμι Το Κουρέλι και πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή ραπτικής Pigier. Στο Παρίσι προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charite. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία και αργότερα στην κλινική Χρηστομάνου, όπου πέθανε σε ηλικία εικοσιοχτώ χρόνων. 

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της πρόλαβε να εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τρίλλιες που σβύνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929).

 Η Μαρία Πολυδούρη τοποθετείται στη γενιά των νεορομαντικών ή παρακμιακών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, μαζί με ονόματα όπως του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Κώστα Ουράνη. Στο πρώιμο
ποιητικό της έργο (πριν το ταξίδι της στο Παρίσι) διακρίνονται έντονες νεορομαντικές τάσεις, επιρροές από το ρεύμα του συμβολισμού και βιωματικό ύφος, ενώ μετά την αρρώστια της, την επιστροφή στην Αθήνα και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη το μελοδραματικό στοιχείο υποχωρεί και ο λόγος της γίνεται πιο επιμελημένος. Η γραφή της είναι έντονα φορτισμένη συναισθηματικά με θεματικό προσανατολισμό γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Έγραψε επίσης μια νουβέλα με τίτλο Μυθιστόρημα και κάποιες ποιητικές μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων της του 1982 με επιμέλεια του Τάκη Μενδράκου.



Ω, μη με βλέπετε που κλαίω



Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ' είμαι μοναχή μου.

Είνε η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι' αν τη ματιά δε μούχουν παρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνό να πέφτη χιόνι.

Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ' οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θάναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Κ.Παλαμά, Σατιρικά Γυμνάσματα



ΤΑ ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ είναι δυο σειρές ποιημάτων. Η πρώτη σειρά αποτελείται από 20 ποιήματα που γράφτηκαν το 1907 και δημοσιεύτηκαν τον επόμενο χρόνο στο περιοδικό Νουμάς. Η δεύτερη σειρά αποτελείται από 24 ποιήματα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στο Νουμά το 1909, σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα στο Γουδί. Η σάτιρα του Παλαμά δεν είναι λεπτή ειρωνεία, ούτε ευφυολογία, ούτε απλή και ανώδυνη κριτική. Δεν είναι ούτε κοινωνική σάτιρα, όπως του Λασκαράτου. Είναι μια σάτιρα που κρατάει μαστίγιο και χτυπάει σκληρά την πολιτική κατάσταση και τις κίβδηλες αξίες της εποχής. Είναι πικρός σαρκασμός που βγαίνει από την οργή και την αγανάκτηση του ποιητή και προσπαθεί να ξυπνήσει τις ναρκωμένες συνειδήσεις των συμπολιτών του. Ο ίδιος ο ποιητής γράφει: «Τα Σατιρικά Γυμνάσματα ενώ αρχίζουν με την πρόθεση να χτυπήσουν πρόσωπα και αντικείμενα σε ορισμέν' απάνου συνταρακτικά ζητήματα, πολιτικά και κοινωνικά, προχωρούν, τραβούν σε στοχαστικές γενικότητες και υπονοητικές εικόνες». 




Κωστή Παλαμά, [Πολεμάς να στυλώσης, κυβερνήτη...]

Πολεμάς να στυλώσης, κυβερνήτη,
με τα καράβια και με τα φουσάτα
της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.

Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ' άλλη στράτα,
τον νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε,
και πρώτ' απ' όλα αλφαβητάρι κράτα.

Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι.
Σε μια Βαβέλ δεμένους μας κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμά τους λύσε

και στα χείλια οι καρδιές μας πάλε ας πάνε.
Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής.
Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θα 'ναι.

Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.

Από τα Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)

[πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τ.5, Μπίρης, Αθήνα, χ.χ., σ. 235]

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811-1901)

Ο Ανδρέας Τυπάλδος Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στην
Κεφαλονιά. Η οικογένειά του ανήκε στις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Επτανήσου. Ο πατέρας του Γεράσιμος καταγόταν από τη Νάπολη και διέθετε μεγάλη περιουσία και πολιτική δύναμη. Πρώτοι δάσκαλοι του Ανδρέα ήταν οι Ευγένιος Διογένης και Σπυρίδων Τρέκας. 

Σε ηλικία δώδεκα ετών έφυγε για το Αργοστόλι, όπου έμεινε στο σπίτι του θείου του κόντε Δελλαδετσίνα. Εκεί διδάχτηκε την ιταλική και την αρχαία ελληνική γλώσσα από τους Ιάκωβο Βαπτιστή Μπαρτολότσι και το Νεόφυτο Βάμβα αντίστοιχα. Στο Αργοστόλι γνώρισε επίσης το λόρδο Μπάυρον. Εν συνεχεία φοίτησε στη Σχολή του Κάστρου και το 1828 πήγε στην Κέρκυρα όπου μυήθηκε στην ιταλική σάτιρα και λογοτεχνία από το Βιτσέντζο Νανούντσι, ποιητή του Κύκλου του Σολωμού και θιασώτη της απλής γλώσσας. Εκεί γνωρίστηκε επίσης με τον Ανδρέα Κάλβο, του οποίου υπήρξε μαθητής, καθώς και με το Βηλαρά. Καθοριστική ωστόσο στάθηκε η γνωριμία του με το Σολωμό, στον οποίο ο Λασκαράτος υπέβαλε ποιήματα και μεταφράσεις και από τον οποίο ενθαρρύνθηκε να συνεχίσει να γράφει. 

Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και εργάστηκε ως βοηθός στη Γραμματεία της Ιονίου Γερουσίας και στο Ειρηνοδικείο Κεφαλληνίας. Το 1836 έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1839, οπότε πήγε στην Πίζα. Εκεί πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, ήρθε σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Επέστρεψε στην Κεφαλονιά
σε ηλικία 30 ετών και διορίστηκε Πρόεδρος Δικαστής στο Ληξούρι, θέση από την οποία σύντομα παραιτήθηκε. Το 1844 πέθανε ο πατέρας του και ο Ανδρέας ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας του. Την ίδια περίοδο (1845) ταξίδεψε στην Κρήτη για να γνωρίσει τον λαϊκό πολιτισμό της, επέστρεψε όμως απογοητευμένος, καθώς μπόρεσε να συγκεντρώσει μόνο λίγα τραγούδια, τα οποία δημοσίευσε στο οικογενειακό περιοδικό Λύχνος, το οποίο εξέδωσε το 1859 και ως το 1868, οπότε και έκλεισε, έβγαλε μόνο 49 φύλλα. Στο δρόμο για την Κρήτη πέρασε από την Αθήνα, όπου τύπωσε το έργο του Το Ληξούρι εις του 1836, μίμηση του ποιήματος του Αl. Tassoni La sechia rapitia. Από την Κρήτη επέστρεψε στην Κεφαλονιά και παντρεύτηκε την Πηνελόπη Καργιαλένια, κόρη μεγαλεμπόρου καταγόμενη από το Λιβόρνο, η οποία στάθηκε πιστή σύντροφος και συμπαραστάτιδά του. Το 1850 πήρε μέρος στις εκλογές της Θ΄ Βουλής ως αντίπαλος του κόμματος των φιλελευθέρων, απέτυχε ωστόσο και έφυγε με την οικογένειά του για το Αργοστόλι. Το 1856 δημοσίευσε το έργο Μυστήρια της Κεφαλλονιάς, ήτοι σκέψεις απάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική, το οποίο κίνησε αντιδράσεις, οδήγησε στον αφορισμό του και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έφυγε για τη Ζάκυνθο, αντιμετώπισε ξανά δυσκολίες και κατέφυγε τελικά μόνος στο Λονδίνο. Εκεί διεύρυνε τις γνώσεις του και έγραψε την Απόκριση στον αφορισμό, έργο που εκδόθηκε δώδεκα χρόνια αργότερα. Η αλληλογραφία του με τη σύζυγό του είναι ενδεικτική για την ψυχολογική του κατάσταση εκείνη την περίοδο. Αντιμετώπισε και νέες αντιδράσεις, συνέχισε ωστόσο να τυπώνει έργα του από την Αθήνα, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, ώσπου κατηγορήθηκε για συκοφαντία του ιδεολογικού του αντιπάλου και μέλους της επίσημης εκκλησίας Λομβάρδου και φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες. Νέες αντιδράσεις προκάλεσε το ποίημά του Νανάρισμα για τον τότε διάδοχο του θρόνου. Το περιοδικό του Λύχνος έκλεισε και ο ίδιος κινδύνεψε ξανά να φυλακιστεί, γλίτωσε όμως κατόπιν επιστολής του στο Βασιλιά. 

Το 1864 δημοσίευσε μια Στιχουργική της γραικικής γλώσσας, μετέφρασε δύο βίους αγίων από τα αγγλικά και μετά τον μεγάλο σεισμό του 1867 έγραψε το Ιστορικό των σεισμών. Την έκδοση της Απόκρισης στον Αφορισμό, ακολούθησε νέα δίκη, αυτή τη φορά όμως ο Λασκαράτος αθωώθηκε. Αμέσως μετά δημοσίευσε το έργο Η δίκη μου με τη Σύνοδο. Λόγω οικονομικών δυσκολιών επιχείρησε να ιδρύσει ένα ιδιωτικό Παρθεναγωγείο σε συνεργασία με τη σύζυγό του, προσπάθεια που απέτυχε. Το 1872 εκδόθηκαν τα Στιχουργήματα και από το 1873 ως το 1876 σειρά φυλλαδίων με τίτλο Η κοινωνική μας κατάσταση. Την περίοδο εκείνη ήταν ήδη γνωστός στο χώρο του ελεύθερου ελληνικού κράτους και στον κύκλο του Παλαμά. Το 1873 ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος του συλλόγου Βύρων και το 1877 του Παρνασσού. Το 1878 έγραψε το δοκίμιο Η τέχνη του δημηγορείν και του συγγράφειν και το 1879
το Ιδού ο άνθρωπος, το οποίο εξέδωσε το 1886 μαζί με μια συλλογή από χαρακτήρες στα πρότυπα του Θεόφραστου και του La Bruyere. 

Το 1884 δημοσίευσε το φυλλάδιο Περί γλώσσης και το 1889 το Γλώσσα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συμπλήρωσε το έργο Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του και συνέχισε να γράφει ποιήματα, λυρικά και σατιρικά. Στα 1894 - 1896 επιχείρησε μια επανέκδοση του Λύχνου. Λίγο πριν το θάνατό του με εισήγηση του νέου Δεσπότη Κεφαλληνίας Γερ.Δοριζα άρθηκε ο αφορισμός του. Πέθανε το 1901 στο Αργοστόλι. 

Στο έργο του Λασκαράτου κυριαρχεί πνεύμα φιλελεύθερο, κριτικό, δηκτικό και το ύφος του συχνά γίνεται έντονα καυστικό. Συνεπής στους λόγους και τα έργα του διώχτηκε για την ελευθεροστομία του, δεν έχασε ποτέ όμως τη μαχητικότητά του. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τον χαρακτήρισαν ως τον κυριότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Α΄ Αθηναϊκή Σχολή.


Ανδρ. Λασκαράτου, Ιδού ο άνθρωπος

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΑΣ 

Ο πολιτικός μας διαφέρει  κάπως από τον πολιτικόν των Μεγάλων Εθνών της Ευρώπης. Ο δικός μας πολιτικός δεν έχει να γνοιασθή ούτε για την ευρωπαικήν ισορροπίαν, ούτε διά άλλα διεθνή μεγάλα σχέδια και συμφέροντα. Τα μικρά εσωτερικά του έθνους μας ήθελ΄ είναι το φορτίο του. Ήθελ΄ είναι…επειδή ο πολιτικός μας είναι ανίκανος και διά τούτα. Εις τα μεγάλα εξευγενισμένα έθνη, ο πολιτικός τους άνδρας αναθράφηκε εκ νεότητός του εις τες πολιτικές επιστήμες, κ΄ επρογυμνάσθηκε στα πολιτικά πράμματα. Ώστε, όταν ανεβαίνη στην κυβέρνηση του κράτους του, εφαρμόζει εκεί τες γνώσεις του και πεποίθησές του. Αλλά ΄ο δικός μας πολιτικός, ως επί το πλείστον, γεννιέται στην αράδα των πειναλέων αμαθών θεσοθήρων όπου, από προσπάθεια σε προσπάθεια, φθάνει και στην κυβέρνηση του μικρού μας κράτους. Άλλος πάλε φθάνει στο ίδιο μέρος από λαοπλανικά έχπαγλα κατορθώματά του, αμαθής και τούτος παρομοίως και κοινός άνθρωπος. Και άλλος από άλλες όχι ευγενέστερες πηγές. Οι οποίοι τούτοι όλοι λέγονται πολιτικοί!… Τι μπορείς να προσμείνης από πολιτικούς τέτοιους; Εννοείται όθεν ότι το στάδιο του ανθρώπου τούτου, του λεγόμενου πολιτικού, συνίσταται στην επικαρπία της εξουσίας. Να χαρή την Εξουσία! Ιδού το στάδιό του!…Και πραγματικώς τη χαίρεται με απληστία, καθένας τη φορά του, σαν κόρακας απάνου σε ψόφιο, και μεταχειριζόμενος κάθε ανόσιο διά να βασταχθή στη θέση του, και κάθε ανοσιώτερο για να ξαναπάη.

 Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. 


Ο υποψήφιος τούτος πολύν καιρό πριν της ψηφοφορίας αρχίζει να χαιρετά, τους μεν εγκαρδίως, τους δε βαθυσεβάστως, όλους όσους έχουνε ψήφο. Κάποτε βαίνει απάνου κ΄ εφημερίδα, με την οποία κατακρένει αυστηρώς τες πράξεις της Κυβερνήσεως, ως ασύμφερες διά τον λαόν. Αν ημπορέση και ατομικώς να χτυπήση τους υπαλλήλους της Κυβερνήσεως, θαν είναι μία τύχη δι΄ αυτόν. Αφού εξεσπάθωσε υπέρ του λαού, όσους περισσότερους υπέρ του λαού θανατώση, τόση περισσότερη η αξιομισθία του. Πηαίνει στα χωριά και γλυκομιλεί των χωριάτωνε.<<αδερφάκια μου και α’ι’τεράκια μου…>>! Τες ύστερες ημέρες βγάνει πρόγραμμα. Στο πρόγραμμά του υπόσχεται όσα και ο Πρωθυπουργός υπόσχεται στον βασιλικόν λόγον και, εννοείται, με την ίδιαν ιδέαν εκτελέσεως. Αν είναι πλούσιος, ή αν έχη πλουσίους υποστηριχτές, οι φτωχοί ψηφοφόροι εκείνες τες ημέρες οικονομούνται με 5-10-15 φράγκα ο καθένας διά την ψήφο του. Επειδή ο υποψήφιος αγοράζει πότε φθηνά και πότε ακριβά, κατά τους ανθρώπους και κατά την ώρα. Τελειωμένο έτσι και πιτυχημένο το έργο του εις τον τόπο του, φεύγει τότε διά τας Αθήνας. (Ω Αθήνα μου, βουλευτάδες οπού σου στέλνουμε!…) Στας Αθήνας, ο εις τον τόπον του μεγαλέμπορος εκλογικών ψήφων, παρουσιάζεται μεταπράτης, αλλά θησαυρού μεταπράτης, επειδή φέρνει χιλιάδες ψήφους συμπυκνωμένες εις μίαν μόνην αλλά πολύτιμην ψήφον, δυναμένην να συντελέση εις την στερέωσην, ή εις την φτώσην του Υπουργείου. Μία τέτοια ψήφος, ένας τέτοιος πολύτιμος αδάμας, δεν αγοράζεται με 5-10-15 φράγκα. αλλά με δημόσιες θέσες του υιού, του αδερφού, του ξαδέρφου, με μετάθεσες μη ευνοουμένων υπαλλήλων, με παύσες, με διορισμούς, με ρουσφέτια άλλα. Και έτσι, τελειωμένη και τούτη η δεύτερη πράξη, τελειώνει μαζί της και όλο το βουλευτικό στάδιο του βουλευτή μας. Οποίο κατόρθωμα διά τον τόπο και διά το έθνος!