Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ρέα Γαλανάκη, Eλένη ή ο Κανένας

Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947.
Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Ζει στην Πάτρα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων (το 1981). Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο (το 1999 για το μυθιστόρημα "Ελένη ή ο Κανένας" και το 2005 για τη συλλογή διηγημάτων "Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι"). Επίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας "Κώστα και Ελένης Ουράνη" της Ακαδημίας Αθηνών (το 2003 για το μυθιστόρημα "Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων"), με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης το 1987 και με το "Βραβείο Αναγνωστών" του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2006 για το μυθιστορηματικό χρονικό "Αμίλητα, βαθιά νερά". Το μυθιστόρημά της "Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά" είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εντάχθηκε από την Ουνέσκο στην "UNESCO Collection of Representative Works" (1994), ενώ το "Ελένη ή ο Κανένας" διεκδίκησε το Ευρωπαϊκό Βραβείο "Αριστείον" μπαίνοντας στην τελική τριάδα των υποψήφιων έργων (1999). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά, τουρκικά, αραβικά, κινεζικά, εβραϊκά και αλβανικά.
Πηγή:Βiblionet




28.08...




Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα

Η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος, με πολυτάραχο και τραγικό βίο.
Aυτο-πορτραίτο της Ελ. Αλταμούρα-Μπούκουρα

Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι. Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.



Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).


Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.

Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών.

Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και
Ε. Μπούκουρα-Αλταμούρα, Απελπισία,
ελαιογραφία, χωρίς χρονολογία.
επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.

Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.