Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Διδακτική επίσκεψη.

Στις 13-10-2017, στο πλαίσιο των μαθημάτων της Ιστορίας και των Καλλιτεχνικών, οι μαθητές των τμημάτων Α2 και Α3 του σχολείου μας πραγματοποίησαν διδακτική επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Στο Α’ μέρος της επίσκεψης οι μαθητές παρακολούθησαν, υπό την εποπτεία του καθηγητή των Καλλιτεχνικών Γ. Ζωγάκη, και με αφορμή την ομαδική έκθεση PortArt, που φιλοξενείται στο Μουσείο, εργαστήριο για τις πλαστικές τέχνες. Στο Β’ μέρος ξεναγήθηκαν από αρχαιολόγο στη συλλογή της Μόνιμης Έκθεσης του Μουσείου και στη συνέχεια εργάστηκαν σε φύλλα εργασίας με θέμα την αγγειοπλαστική τέχνη που αναπτύχθηκε στους οικισμούς των ιστορικών χρόνων της ευρύτερης περιοχής της Θεσπρωτίας.





Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (1927-1985)

Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και της γυναίκας του Αθανασίας. Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη μετά από οικονομική καταστροφή της, και μετά από τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη παιδιά. 


Ο Ιωάννου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη Χαλκιδική και την Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954). 

Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. 

Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο με δική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. 

Πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα). Πέθανε από μετεγχειρητική επιπλοκή στην Αθήνα σε ηλικία πενηνταοχτώ χρόνων. Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. 

Το έργο του Γιώργου Ιωάννου τοποθετείται στη μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία και πηγάζει από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα από την εποχή της γερμανικής κατοχής, της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου στην Ελλάδα. Στην πεζογραφία του, από την οποία έγινε κυρίως γνωστός, απεικονίζεται μέσω της μονομερούς αφήγησης και του εσωτερικού υποβλητικού λόγου του μια ολόκληρη εποχή (από τη γερμανική κατοχή ως τη μεταπολίτευση και την μετέπειτα περίοδο) που σφράγισε τη νεοελληνική ιστορία. 

Το ποιητικό του έργο, έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης. 




Γ. Ιωάννου, † 13-12-43

Κατα την Περιοδο της Γερμανικης κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη και σε πολλά άλλα μέρη. Το διήγημα ανήκει στη συλλογή Για ένα φιλότιμο(1964).

Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα 'ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:


Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες, 
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια, 
φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...


Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους· σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα· δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.


Γιάννη Ρίτσου, «Επίγραμμα για το Δίστομο»

Εδώ ’ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου.
Ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις, να προσέχεις —
εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου.
Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη, όλη κι όλη
με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγμό-λυγμό, σκαλί-σκαλί, μεγίστη σκάλα.





Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Η θρησκεία και η τέχνη των Μινωιτών


Η είσοδος του Δικταίου Άντρου
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Το ιερό αυτό σπήλαιο ταυτίστηκε με το περίφημο Δικταίον Άντρον, το οποίο σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, είναι το σπήλαιο στο οποίο κατέφυγε η Ρέα για να γεννήσει το Δία. Η αίγα Αμάλθεια, που σύμφωνα με άλλο θρύλο ήταν Νύμφη, ανέθρεψε το Δία, ενώ οι Κουρήτες κάλυπταν το κλάμα του βρέφους με τους ήχους των όπλων τους και του άγριου χορού τους. Σύμφωνα με άλλους μύθους το θεό φρόντιζαν μέλισσες, περιστέρια ή ένας θηλυκός χοίρος. Κατά μια άλλη παράδοση το Δικταίον Άντρον ήταν το μέρος όπου ο Δίας έφερε την Ευρώπη, αφού την απήγαγε από τη Φοινίκη. Λεγόταν ακόμη ότι και ο Επιμενίδης, ο περίφημος μάντης της αρχαϊκής περιόδου, «κοιμήθηκε? στο σπήλαιο για πολλά χρόνια και είχε οράματα. 


Η λατρεία αρχίζει μάλλον από την Πρωτομινωική περίοδο (2800 - 2300 π.Χ.) - αν και υπάρχουν στον προθάλαμο ίχνη παλαιότερης ανθρώπινης παρουσίας σε αυτό το σημείο. Τα κυριότερα όμως ευρήματα είναι της Μεσομινωικής περιόδου (1800 π.Χ.) και μεταγενέστερα, διότι η διάρκεια χρήσης του είναι μακραίωνη. Η χρησιμοποίησή του συνεχίζεται αδιάκοπα ως την γεωμετρική (8ος αι.π.Χ.) και ανατολίζουσα - αρχαϊκή περίοδο (7ος - 6ος αι. π.Χ.). Από τα ευρήματα φαίνεται ότι το σπήλαιο είχε επισκέπτες και κατά τη ρωμαϊκή ακόμη περίοδο. Οι πιστοί αφιέρωναν πολλά αναθήματα, όπως ειδώλια πιστών, θεών, ζώων, διπλούς πελέκεις, όπλα κλπ.

Πηγή: ΟΔΥΣΣΕΥΣ ( Υπουργείο Πολιτισμού)






Τα αγωνίσματα των ταυροκαθαψίων αποτελούσαν ίσως μέρος των γιορτών της άνοιξης και συμβόλιζαν τη σύλληψη του ιερού ταύρου. Κατά τη διάρκεια αυτού του αθλήματος, οι ταυροκαθάπτες πιάνονταν από τα κέρατα ενός ταύρου, εκτελούσαν ένα επικίνδυνο άλμα στον αέρα, επάνω από τη ράχη του ζώου, και κατόπιν προσγειώνονταν στο έδαφος. Οι διάφορες παραστάσεις ταυροκαθαψίων δείχνουν τους αθλητές σε ποικίλες στάσεις. Οι αγωνιζόμενοι δεν έφεραν βαρύ οπλισμό, αλλά μερικές φορές κρατούσαν δίχτυα για να παγιδεύουν το θύμα και λόγχες, με τις οποίες όμως δε σκότωναν αλλά τραυμάτιζαν ελαφρά τον ταύρο με σκοπό να τον ερεθίσουν.

Το έθιμο αυτό φαίνεται ότι συνδέεται με τον μύθο του Μινώταυρου.





Σφραγιστικό δακτυλίδι των Ισοπάτων


Από τα πιο γνωστά αριστουργήματα της μινωικής χρυσοχοΐας στην περίοδο της μεγάλης ακμής των ανακτόρων είναι το χρυσό δακτυλίδι που βρέθηκε στον τάφο των Ισοπάτων, κοντά στην Κνωσό. Στη σφενδόνη του παριστάνονται γυναικείες μορφές, όλες πλούσια ντυμένες με το χαρακτηριστικό μινωικό ένδυμα, να κινούνται σε λιβάδι με κρίνα. Οι τρεις από αυτές χορεύουν εκστατικά, έχοντας υψωμένα τα χέρια, ενώ μία τέταρτη μορφή, η οποία είναι τοποθετημένη σε κεντρικό σημείο και πιο ψηλά από τις άλλες, απεικονίζεται πιθανόν σε στάση ευλογίας. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται το πληθωρικό σώμα των γυναικών και τα πλούσια ενδύματά τους, σε αντίθεση με τα μικρά κεφάλια τους. Η σύνθεση συμπληρώνεται από μια πέμπτη μικρή μορφή, ένα είδος παλλαδίου, που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά και από διάφορα θρησκευτικά σύμβολα, που συχνά συναντώνται σε παρόμοιες παραστάσεις, δηλαδή το ιερό μάτι, το φίδι και τη χρυσαλλίδα.

Πηγή: ΟΔΥΣΣΕΥΣ




Ειδώλιο της μικρής "θεάς των όφεων"

Έξοχα δείγματα της μινωικής μικροπλαστικής αποτελούν τα δύο περίφημα αγαλματίδια που απεικονίζουν τη χθόνια μινωική θεά των όφεων, ίσως τη μητέρα θεά και την κόρη. Το μικρότερο από αυτά παριστάνει τη θεά όρθια, με ανασηκωμένα χέρια, να κρατάει από ένα φίδι στο καθένα. Φορεί το περίτεχνο μινωικό ένδυμα, το στενό περικόρμιο με μανίκια που αφήνει ακάλυπτο το πλούσιο στήθος, και το μακρύ φόρεμα που διαχωρίζεται σε επτά επάλληλα οριζόντια επίπεδα και καλύπτεται με κοντή ποδιά, ενώ στο κεφάλι φέρει χαμηλό περίτεχνο κάλυμμα, πάνω στο οποίο κάθεται ένας πάνθηρας. Η μορφή χαρακτηρίζεται από έλλειψη πλαστικότητας και οι σχετικά επίπεδες επιφάνειες ζωντανεύουν με τα εξωτερικά στοιχεία, όπως είναι το πλούσιο φόρεμα και το εντυπωσιακό κάλυμμα της κεφαλής. Στο σχεδόν τριγωνικό πρόσωπο κατέχουν εξέχουσα θέση τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια, που μεταδίδουν όλη την ένταση της μορφής. Το ειδώλιο βρέθηκε μαζί με το δεύτερο, μεγαλύτερο της θεάς των όφεων και με πολλά ακόμη πολύτιμα αντικείμενα.


Kνωσός. Λεπτομέρεια από την τοιχογραφία της πομπής
Πομπές ιερέων, μουσικών και άλλων προσώπων που σχετίζονται με τη λατρεία απεικονίζονται σε πολλές παραστάσεις. Οι ιερείς παρέλαυναν κρατώντας σπονδικά αγγεία, όπως φαίνεται σε ένα λίθινο ανάγλυφο από την Κνωσό. Οι πομπές κατευθύνονταν στο ναό ή σε κάποιον άλλο ιερό χώρο, όπου γίνονταν δεκτές από τη θεά. Mία τέτοια διαδρομή απεικονίζεται στο διάδρομο της τοιχογραφίας της πομπής, όπου νέοι από το προσωπικό του ιερατείου μεταφέρουν πολύτιμα αγγεία και ρυτά. Στα μέλη της πομπής ανήκουν και κάποιες μορφές με μακριά ενδύματα, πιθανώς μουσικοί, ενώ μία ιέρεια υποδύεται τη θεά.






Zάκρος. Λίθινο ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής. Nεοανακτορική εποχή.
Hράκλειο, Aρχαιολογικό Mουσείο 
Πρόκειται για τελετουργικό αγγείο, που γέμιζε με το απαραίτητο υγρό για τη σπονδή από μια τρύπα στον τράχηλο και άδειαζε από μια δεύτερη στο ρύγχος. Η μορφή του ταυτίζεται με το κύριο ζώο της μινωικής θρησκείας, τον ταύρο. Τα κέρατά του, που δεν βρέθηκαν, πρέπει να ήταν ξύλινα και επιχρυσωμένα, τα μάτια του ήταν ένθετα από ορεία κρύσταλλο με ζωγραφισμένη την ίριδα, τα βλέφαρα από ίασπι και το ρύγχος από μάργαρο. Με ανάγλυφο αποδίδονται οι βόστρυχοι του ζώου ανάμεσα στα κέρατα, ενώ το τρίχωμα στα άλλα σημεία της κεφαλής δηλώνεται με εγχάρακτες γραμμές. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο λιθοξόος έχει αποδώσει τη φυσικότητα και τη δύναμη του ταύρου, τις ανατομικές του αναλογίες, τις πτυχώσεις στο λαιμό του και την εκφραστικότητά του. Το αγγείο δεν σώζεται ολόκληρο -αυθεντική είναι μόνο η αριστερή πλευρά του κεφαλιού.
Πηγή:ΟΔΥΣΣΕΥΣ



Σπήλαιο Aρκαλοχωρίου. Χρυσοί διπλοί πελέκεις. Nεοανακτορική εποχή.

Hράκλειο, Aρχαιολογικό Mουσείο.
Ο διπλός πέλεκυς ήταν μάλλον το σύμβολο της θυσίας του ταύρου. Οι λατρευτικοί πελέκεις έχουν μεγάλο μέγεθος.Διπλοί πελέκεις απεικονίζονται συχνά σε αγγεία και σφραγίδες μεταξύ ιερών κεράτων, επάνω σε ταυροκεφαλές ή αναρτημένοι σε στειλεούς
Πηγή:Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

ΚΕΡΑΜΙΚΗ

Μάλια. Aποθηκευτικός πίθος.


Φαιστός. Kύπελλο με διακόσμηση καμαραϊκού ρυθμού. 1800-1700 π.X.
Hράκλειο, Aρχαιολογικό Mουσείο


Kνωσός. Ωοκέλυφο κύπελλο καμαραϊκού ρυθμού. Mεσομινωική II περίοδος. 
Hράκλειο, Aρχαιολογικό Mουσείο

Πηγη:Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

Καμαραϊκά αγγεία.Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου

Πιο χαρακτηριστική για τον καμαραϊκό ρυθμό είναι η απίστευτη ποικιλία των θεμάτων της διακόσμησης. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως το κόκκινο, το μαύρο και το πορτοκαλί πάνω σε λευκό φόντο. Ορισμένα από τα αγγεία φέρουν ακιδωτή διακόσμηση και άλλα ολόγλυφους κάλυκες λουλουδιών στα χείλη τους. Τα θέματα αντλούνται κυρίως από το φυτικό κόσμο, σπανιότερα παρουσιάζονται ψάρια και κάποιες ζωικές ή ανθρώπινες μορφές. Οι παντός είδους κυματισμοί αποτελούν μία νέα έκφραση, που μαζί με την πολυχρωμία αντικαθρεφτίζουν μία νέα αισθητική.



Πηγή:http://www.ics.forth.gr/isl/yppo_site/fokas/istorika_stoixeia/mesominwikh.html



\H έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης

 

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Μ. Αναγνωστάκη, Στο παιδί μου



 
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005) Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. 


Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). 


Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. 

Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. 


Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄έναν προσωπικό του κόσμο - στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο - αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. 

Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.

Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

O Mανώλης Αναγνωστάκης στην ΕΡΤ ( Παρασκήνιο)




Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Πλειάς


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

H ιστορία και ο συμβολισμός της Ευρωπαϊκής σημαίας

Histoire
Tout débute le 18 août 1950, lorsque l'Assemblée consultative du Conseil de l'Europe se penche sur la création de symboles permettant de représenter «les valeurs spirituelles et morales qui sont le patrimoine commun des peuples qui le composent». Une commission est créée. Le Français Robert Bichet, ex-secrétaire général du Mouvement républicain populaire (MRP) en est le rapporteur. Pendant cinq ans, des dizaines propositions sont faites par différents mouvements: Pan-Europe propose un fond bleu sombre, avec en son centre un rond jaune, rempli par une croix rouge. Le Mouvement européen international émet l'idée d'un «E» vert sur fond blanc, mais ne donne pas entière satisfaction.



Agent au service du courrier du Conseil de l'Europe, Arsène Heitz prend le projet très au sérieux. De 1952 à 1955, il dessine plusieurs croquis différents, disponibles en cliquant ici. L'un d'entre eux représente un rectangle bleu uni, orné d'un cercle de quinze étoiles, dont une en son centre. Le drapeau plaît au
directeur de la presse du Conseil, Paul Michel Gabriel Lévy, et au rapporteur Robert Bichet. Mais le nombre d'étoiles est ramené de quinze à douze: le Conseil de l'Europe compte bien quinze membres à cette période, mais ce nombre pouvant être amené à varier, on lui préfère le douze. Le 25 octobre 1955, le drapeau définitif est adopté à l'unanimité par l'Assemblée parlementaire. Depuis 1986, il est la bannière de la totalité des institutions européennes.

Voici la description officielle du drapeau européen: «Sur le fond bleu du ciel, les étoiles figurant les peuples d'Europe forment un cercle en signe d'union. Elles sont au nombre invariable de douze, symbole de la perfection et de la plénitude. Sur fond azur, un cercle composé de douze étoiles d'or à cinq rais dont les pointes ne se touchent pas.»

- Le cercle «se ramène à lui-même et il est donc un symbole d'unité, d'absolu et de perfection. C'est pour cette raison qu'il représente bien cette union des peuples européens», explique le Centre virtuel de la connaissance sur l'Europe (CVCE) sur son site internet. «Mais il représente bien, également, la position paritaire des États membres».

- Les étoiles comportent cinq branches. Ce sont des pentacles, synonymes de perfection et de «l'homme en tant qu'individu, lequel possède cinq doigts, cinq sens, cinq extrémités», détaille le CVCE. Si les pointes des étoiles ne se touchent pas, c'est aussi l'indicateur d'une société «ouverte à l'adhésion des États européens» mais aussi d'une communauté qui a la volonté d'être active sur le plan international.

- Le nombre d'étoiles n'est pas dû au hasard. C'est un symbole d'unité, et de stabilité, des valeurs recherchées par l'Europe lors de l'élaboration du drapeau, moins de dix ans après la fin de la Seconde Guerre mondiale. Son créateur, Arsène Heitz, assura s'être inspiré de la Vierge Marie dans ses croquis. La mère de Jésus est souvent représentée avec une couronne de douze étoiles, en référence à l'Apocalypse de Saint-Jean. «Un signe grandiose est apparu dans le ciel, une femme revêtue du soleil, la lune sous ses pieds, et sur sa tête une couronne de 12 étoiles», dit la Bible.

- La couleur. Le fond bleu du drapeau européen représente la couleur du ciel, mais surtout celle du continent européen. Là aussi, la connotation religieuse est présente. Le bleu est la couleur de la Vierge. Dans le livre de l'Apocalypse (21,19), Marie possède un manteau bleu ainsi qu'une pierre, un saphir bleu, qui «soutient les fondations des remparts de la nouvelle Jérusalem», affirme le CVCE.

Quid de l'hymne?
L'hymne européen est un arrangement de deux minutes et sept secondes de la Neuvième symphonie, composée en 1823 par Ludwig van Beethoven. Le musicien avait mis en musique «l'Ode à la joie», poème écrit par Friedrich von Schiller, en 1785. Proposé dès 1929 par l'homme politique autrichien Richard Nikolaus de Coudenhove-Kalergi, le morceau est adopté par le Conseil de l'Europe en 1972, puis par l'Union européenne en 1985. Il ne comporte aucune parole, malgré des propositions, contrairement au poème de von Schiller. «Le poème l'«Ode à la joie» exprime l'idéal de fraternité que Schiller avait pour la race humaine, vision partagée par Beethoven», explique-t-on sur le site officiel de l'Union européenne.
Πηγή: Le Figaro

Εκδήλωση στο πλαίσιο του προγράμματος teachers4Europe

Xθες, 11-10-2017, στο πλαίσιο του προγράμματος teachers4Europe, μαθητές από τη Β’ και Γ’ τάξη του σχολείου μας παρακολούθησαν ομιλία του υπεύθυνου του Europe Direct Hπείρου κ. Δ. Γκόλα με θέμα «Γνωρίζουμε τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συμμετέχουμε στη διαμόρφωση ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος». Υπεύθυνες καθηγήτριες της εκπαιδευτικής δράσης είναι  οι κυρίες Β.Ραμπαούνη και Κ.Μαλάμου.


Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Κ.Π. Καβάφη, Όσο μπορείς



Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία και ήταν κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου.


Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1870 αρχίζει η παρακμή της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη (το γένος Φωτιάδη) υποχρεώνεται να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να μετακομίσει με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.



Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.


Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Την περίοδο της παραμονής του στην Πόλη εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση. Η

ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884).

Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.

Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.

Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).

Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.

Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, την οποία υπεραγαπούσε. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη (1896).


To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους


του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου  της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.



Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι , ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.

Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.

Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.

Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.

Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.


Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη



Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.


Πηγή:Σαν Σήμερα