Αν δεν ήταν το ηφαίστειο, σήμερα δεν θα υπήρχε Σαντορίνη όπως την ξέρουμε, πολλώ δε μάλλον δεν θα υπήρχε Ακρωτήρι. Όσο κι αν αυτό φαίνεται σκληρό, είναι η πραγματικότητα που θα άκουγα να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη διάρκεια μιας πρόσφατης επίσκεψης στο νησί.
Για τον αρχαιολόγο κ. Χρίστο Ντούμα, το όνομα αλλά και η ζωή του οποίου έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τον προϊστορικό οικισμό, και τον πλέον ειδικό για ένα νησί σαν κι αυτό, τον ηφαιστειολόγο κ. Γιώργη Βουγιουκαλάκη τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. (...)
Ηταν άνοιξη του 1613 π.Χ., το πολύ πρώτες μέρες του καλοκαιριού, όταν ξύπνησε το ηφαίστειο της Σαντορίνης, όπως λέει ο κ. Βουγιουκαλάκης. Σπόροι και γυρεόκοκκοι από ελιές, κωνοφόρα δέντρα, αμπέλια, δημητριακά και άλλα φυτά, που έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης μαρτυρούν την εποχή.
Για τη χρονολογία, όμως, που έχει αλλάξει αρκετές φορές τις τελευταίες δεκαετίες – ανάλογα με μεθόδους μέτρησης και επιστήμονες – φαίνεται, ότι μόλις τώρα μπορούμε να είμαστε περισσότερο ασφαλείς.
Ενα κλαδί ελιάς με ρίζες και φύλλα, που βρέθηκε στην καλδέρα του ηφαιστείου της Θήρας, επέτρεψε τη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και ο κ. Βουγιουκαλάκης προσδιορίζει πλέον την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, που ήταν «η μεγαλύτερη που έχει γνωρίσει το ανθρώπινο είδος τα τελευταία 10.000 χρόνια», όπως λέει, στο 1613 π.Χ. (συν-πλην 13 χρόνια).(...)
Εν ολίγοις η διάρκεια της έκρηξης, που έγινε σε τρεις φάσεις, πρέπει να ολοκληρώθηκε σε δύο ή τρία εικοσιτετράωρα, που προφανώς έμοιαζαν σαν η γη να ξαναγεννιόταν.
Η Σαντορίνη και τα κοντινά νησιά σε ακτίνα 50-60 χιλιομέτρων καταστράφηκαν ολοσχερώς, ο ηφαιστειακός χειμώνας που απλώθηκε έως τις περιοχές του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας κράτησε δύο χρόνια, η θερμοκρασία έπεσε κατά δύο - τρεις βαθμούς, τα αλλεπάλληλα παλιρροϊκά κύματα, ύψους ως και 12 μέτρων είχαν σαρώσει τις ακτές των κοντινών νησιών και της βόρειας Κρήτης μέσα σε 20 λεπτά.
Οσο για τους κατοίκους είναι αδύνατο να σώθηκαν, όπου κι αν είχαν προφθάσει να πάνε, όσα πλοία κι αν είχαν…
Ισως αν εντοπισθεί το αρχαίο λιμάνι όπου είναι πιθανό να είχαν καταφύγει οι άνθρωποι τις τελευταίες, δραματικές ώρες της πόλης τους, να υπάρξουν απαντήσεις.
Άγνωστο, εξάλλου, πότε κατοικήθηκε εκ νέου το νησί. Θα χρειάστηκαν περί τα 50 - 60 χρόνια ώστε να επανέλθει σε μία κατάσταση που να επιτρέπει την ανθρώπινη διαβίωση, επισημαίνει ο κ. Βουγιουκαλάκης. Τα αμέσως επόμενα, ανθρώπινα ίχνη όμως εμφανίζονται γύρω στον 13ο - 12ο π.Χ. αιώνα (με τα έως τώρα δεδομένα τουλάχιστον), όπως διευκρινίζει ο κ. Ντούμας. (...)
Τα σπίτια τους είχαν δύο και τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλούσια ήταν κτισμένα με πελεκητές πέτρες – γι΄ αυτό αποκαλούνται «ξεστές» –, ενώ τα υπόλοιπα από τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο. Με ξύλα και καλάμια έφτιαχναν τις στέγες και από πάνω έβαζαν πατημένο χώμα για δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη τον χειμώνα. Ιδέα, που ακολουθεί και το σημερινό βιοκλιματικό στέγαστρο.
Στην τριγωνική πλατεία του οικισμού ορισμένα από τα οικήματα μπορεί να ήταν καταστήματα, όπως λέει ο κ. Ντούμας, λίγο πιο κάτω μάλιστα πάνω από μία χαμηλή πόρτα υπάρχουν ακόμη οι τρύπες από τα δοκάρια, που στήριζαν ένα σκέπαστρο. Δύο τριβεία για σπόρους στην είσοδο και το εσωτερικό του σπιτιού αποδεικνύουν μία από τις ασχολίες των ανθρώπων, ενώ λίγο πιο κάτω έχουν απομείνει οι μύλοι του αλέσματος.
Αλλωστε – όπως θα συνέβαινε και στη συνέχεια στην Ελλάδα για πολλούς αιώνες – το ισόγειο ήταν αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι και αντίστοιχα οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Μόνο τέσσερα σπίτια έχουν ανασκαφεί πλήρως, λέει ο κ. Ντούμας και άλλα τρία μερικώς.
Εδώ βρέθηκαν διάφορα σκεύη και καλάθια με το περιεχόμενό τους καμιά φορά, δίχτυα, αγκίστρια, ακόμη και έπιπλα, όπως κρεβάτια και ένα ιδιαίτερης τέχνης τραπέζι.
Οι τοιχογραφίες που κάλυπταν το εσωτερικό των σπιτιών, όχι μόνον δείχνουν μία υπέροχη ζωγραφική αλλά αποτελούν πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για την κοινωνία, τη θρησκεία, το εμπόριο και τις άλλες ασχολίες των ανθρώπων.
Πηγή:Το Βήμα,25/10/2012 ( Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ).