Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1868 στο Συρράκο της Ηπείρου. Ήταν γιος του εύπορου εμπόρου Δημητρίου Κρυστάλλη και της συζύγου του Γιαννούλας, το γένος Ψαλίδα. Μαθητής ακόμα της Ζωσιμαίας Σχολής στα Ιωάννινα εξέδωσε το φλογερό πατριωτικό ποίημα «Αι σκιαί του Άδου» (1887), στο οποίο εξυμνούσε με πάθος τους εθνικούς αγώνες και τους ήρωες του 1821. Η Ήπειρος, όμως, ήταν τότε σκλαβωμένη και οι Τούρκοι καταζητούσαν το νεαρό ποιητή. Για ν’ αποφύγει τη σύλληψη αναγκάστηκε να φύγει στην Αθήνα, όπου δούλεψε σκληρά.
Εργάστηκε ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο, συντάκτης του περιοδικού «Εβδομάς», λημματογράφος στην εγκυκλοπαίδεια «Μπαρτ και Μπεκ» και τέλος ως υπάλληλος στα εκδοτήρια των Σιδηροδρόμων Πελοποννήσου. Τα εισοδήματά του από αυτές τις δουλειές ήταν πενιχρά και μη έχοντας επαρκείς πόρους ζούσε σε ανήλιαγα υπόγεια, που του έφθειραν την υγεία. Προσβλήθηκε από φυματίωση, αρρώστια αγιάτρευτη στην εποχή του. Η μόνη του χαρά ήταν η μελέτη και η ποίηση και που και που καμιά εκδρομή στην Πεντέλη, στην Πάρνηθα ή στον Υμηττό, που του θύμιζαν την «Πίνδο του», τη βουνίσια ζωή, που είχε γίνει o μυστικός καημός του.
Απ’ αυτή την ασίγαστη λαχτάρα, γεννήθηκε η ειδυλλιακή ποίησή του. Ο Κρυστάλλης έγραψε κι άλλα έργα, όπως τα πεζογραφήματα για τους «Βλάχους της Πίνδου» και το πατριωτικό του «Ο Καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγιού», μα εκείνα που κάνουν ξεχωριστό ποιητή τον Κρυστάλλη και προσθέτουν ένα νέο τόνο στη νεοελληνική ποίηση είναι τα «Αγροτικά» (1891) και ο «Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης» (1892), που τιμήθηκε με έπαινο στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Σ’ αυτά τα ποιήματα, που έχουν βουκολικό χρώμα και είναι γεμάτα δροσιά και χάρη, ο ηπειρώτης ποιητής ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, και τα πλουτίζει με την προσωπική του τέχνη και «την άφθαστη ομορφιά της ελληνικής φύσης και των βουνών μας την περηφάνεια». Στα τέλη του 1893 κέρδισε 2.500 δραχμές από λαχείο κι έτσι μπόρεσε στις αρχές του επομένου έτους να δημοσιεύσει τα «Πεζογραφήματά» του.
Λίγο αργότερα, όμως, η αρρώστια του θα επιδεινωθεί ραγδαία και ο ξενιτεμένος ποιητής δεν αντέχει πια. Γυρίζει στην Ήπειρο και στις 22 Απριλίου1894 πεθαίνει στο σπίτι της αδελφής του στην Άρτα, σε ηλικία μόλις 26 χρονών. Ο κάμπος τον είχε φάει, όπως προφήτεψε θλιβερά στο «Σταυραητό» του.
Παρακαλώ σε Σταυραητέ, για χαμηλώσου λίγο
και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου·
Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος.
Στην Πεντέλη υπάρχει από χρόνια η προτομή του. Την έχουν στήσει οι φυσιολάτρες, που τον αισθάνονται ιδιαίτερα σαν δικό τους ποιητή. Να, τι γράφει γι’ αυτό το βουνό ο Κρυστάλλης:
Νάξερες, όμορφο βουνό, τί μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ ’άλλα.
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του Κρυστάλλη εντάσσονται στο ρομαντισμό της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και είναι γραμμένες σε καθαρεύουσα, αποτέλεσμα των επιρροών που δέχτηκε ο ποιητής από την επαφή του με το πνεύμα του αθηναϊκού ρομαντισμού. Με τα «Αγροτικά» πέρασε στον κύκλο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, στρεφόμενος προς τη δημοτική γλώσσα, και το δημοτικό τραγούδι. Στην πεζογραφία οι επιρροές του εντοπίζονται στο χώρο των λαϊκών παραδόσεων. Και στα πεζά του χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, στράφηκε ωστόσο σύντομα προς τη δημοτική, στη χρήση της οποίας συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους.
Πηγή: Σαν σήμερα
Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ
Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
- Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.