Του Αντώνη Παγκράτη
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδοτούν το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και την απαρχή για τους πληθυσμούς της περιοχής μιας νέας κοινωνικοπολιτικής και διοικητικής οργάνωσης εντελώς διαφορετικής σε σχέση με την προνεωτερική οργάνωση των μιλλέτ. Το ελληνικό κράτος μετά το 1912 έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με την πρόκληση της διοίκησης των Νέων Χωρών, μιας εκτεταμένης γεωγραφικά περιοχής με πληθυσμούς διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών καταβολών.
Μιλήσαμε για όλα αυτά τα θέματα με τον Γιάννη Γκλαβίνα, διδάκτορα Ιστορίας του ΑΠΘ, ο οποίος εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη το βιβλίο του «Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923). Από την ενσωμάτωση στην ανταλλαγή».
– Πώς εξελίσσονται τα πράγματα από τη στιγμή που οι Ελληνες, το 1912, καταλαμβάνουν τις Νέες Χώρες;
– Ο Βενιζέλος ήταν αυτός που διαχειρίστηκε τη διοίκηση των Νέων Χωρών. Στόχος της πολιτικής θεωρίας του «βενιζελισμού» ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου φιλελεύθερου αστικού κράτους, ενός κράτος δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου η διοίκηση θα συμπεριφέρονταν στους πολίτες με ισονομία και ισοπολιτεία ανεξαρτήτως φυλετικών ή θρησκευτικών καταβολών. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα ήταν η άμβλυνση κοινωνικών, εθνοτικών, θρησκευτικών διαφορών και η δημιουργία μιας ενιαίας ταυτότητας του Ελληνα πολίτη, που θα εργαζόταν για το κοινό συμφέρον και θα ενσωματωνόταν στον εθνικό κορμό.
Μάλιστα, κάποια ηγετικά στελέχη των βενιζελικών, όπως ο Ηλιάκης, προέβαλλαν ως πρότυπο τις ΗΠΑ. Η παραπάνω πολιτική σχετίζεται, βεβαίως, με την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, αποτελεί αίτιο και αιτιατό της εδαφικής επέκτασης που θα συμπεριελάμβανε περιοχές με ισχυρές πληθυσμιακά θρησκευτικές ή εθνικές μειονότητες, όπως η Σμύρνη, στόχος του βενιζελικού αλυτρωτισμού, αφού θεωρούνταν ότι θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
– Σκοπός του ήταν όντως η δημιουργία ενός κράτους δικαίου ή το θεωρούσε μέσον για να πείσει τους συμμάχους για τη Μεγάλη Ιδέα;
– Μπορώ να πω πως ισχύουν και τα δύο. Ο Βενιζέλος, δίνοντας ρεαλιστικά χαρακτηριστικά στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν ερμήνευε την εθνική ταυτότητα του Ελληνα πολίτη με όρους ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα, αλλά προέβαλε τη θεωρία του Ρενάν περί εθνικής συνείδησης ως ελεύθερης ατομικής βούλησης. Ετσι, μπορούσε να ενσωματώσει μη ελληνόγλωσσους πληθυσμούς στον εθνικό κορμό, στοιχείο κρίσιμο για την εδαφική επέκταση. Παράλληλα, παρουσίαζε στις Μεγάλες Δυνάμεις την εικόνα μιας χώρας που μπορούσε να εφαρμόσει ένα σύστημα διοίκησης που θα λειτουργούσε με σεβασμό στα δικαιώματα αλλόγλωσσων, αλλόθρησκων και αλλοεθνών, γεγονός που ερχόταν σε αντιδιαστολή με την κάκιστη παράδοση στον τομέα αυτό των Νεότουρκων και των Βουλγάρων, διεκδικητών των ίδιων με την Ελλάδα γεωγραφικών περιοχών.
– Πώς θα είχε ελεύθερη ατομική βούληση ένας άνθρωπος που για χρόνια ζούσε κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων; Πόσο ρεαλιστική ήταν αυτή η σχέση και από πού προέρχεται;
– Εχουμε μια μεγάλη αντίθεση: το όραμα και τις προϋποθέσεις υλοποίησής του. Ο Βενιζέλος, για να εφαρμόσει αυτό το μοντέλο διοίκησης, θα έπρεπε να βασιστεί σε ένα διοικητικό προσωπικό από την παλαιά Ελλάδα, που δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία διοίκησης περιοχών με πληθυσμιακή πολυμορφία, ενώ λειτουργούσε και με μια νοοτροπία αποικιοκράτη, γεγονός που υπογραμμιζόταν όχι μόνον από τις μειονότητες αλλά και από τους Ελληνες των Νέων Χωρών. Ετσι, οι καλές προθέσεις του Βενιζέλου αναιρούνταν στην πράξη, αφού οι μειονοτικοί πληθυσμοί αξιολογούσαν την ελληνική διοίκηση από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων του κρατικού μηχανισμού σε τοπικό επίπεδο, συμπεριφορά που απείχε παρασάγγας από τις αντιλήψεις της κεντρικής διοίκησης για την ενδεδειγμένη μειονοτική πολιτική. Η αποτυχία συγκρότησης δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κρατικό μηχανισμό και σε πολίτες, και ιδιαίτερα τις «ευάλωτες» μειονότητες, καθιστούσε σχεδόν αναγκαία τη δημιουργία παράλληλων δικτύων πατρωνίας, τοπικών ηγετικών ομάδων, κομματαρχών, μεσαζόντων ανάμεσα στο κράτος και στον πολίτη, ενώ ευνοούσε και τις προπαγάνδες αυτονομίας ή απόσχισης περιοχών.
– Από πού πηγάζει το όραμα αυτό;
– Ο Βενιζέλος είχε ως πρότυπο τις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης, ενώ είχε εμπειρία από το διοικητικό μοντέλο της Κρητικής Πολιτείας, όπου ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Στην Κρητική Πολιτεία λειτουργούσε ένα μοντέλο συνύπαρξης μουσουλμάνων και χριστιανών υπό ένα κράτος δικαίου, επιβαλλόμενο, βέβαια, από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Νομικά κείμενα της Κρητικής Πολιτείας χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα στη σύνταξη της Σύμβασης των Αθηνών του 1913 και κατά τις διαπραγματεύσεις της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι ως απόδειξη της ελληνικής φιλοδίκαιης πολιτικής έναντι των μουσουλμάνων.
– Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της σύμβασης;
– Η Σύμβαση των Αθηνών ήταν η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το 1913. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ευρύτατης μειονοτικής προστασίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Μάλιστα, η ίδια σύμβαση προέβλεπε τη δημιουργία τζαμιού στην Αθήνα, γεγονός φυσιολογικό στη βενιζελική θεωρία για ένα ανεξίθρησκο κράτος που θα αντιμετώπιζε ισότιμα και τους μουσουλμάνους πολίτες του. Οι αντιβενιζελικοί, βεβαίως, με αφορμή την παραπάνω πρόβλεψη, κατηγορούσαν τον Βενιζέλο ως προδότη.
– Οι αντίπαλοι εναντιώνονταν σε αυτόν για λόγους φυλετικής καθαρότητας;
– Οι αντίπαλοί του ήταν ετερόφωτοι. Διαμορφώνονταν πάντα σε σχέση με τον Βενιζέλο. Είχαν μια αντίληψη της Μεγάλης Ιδέας ρομαντική, ασαφή: μιλούσαν για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για Κωνσταντίνο ΙΒ΄, για την κόκκινη μηλιά. Μιλούσαν με όρους ρομαντισμού του 19ου αιώνα σε αντιδιαστολή με τη συγκροτημένη ρεαλιστική βενιζελική εξωτερική πολιτική που συναρτούσε την εδαφική επέκταση με τον τρόπο που ασκούνταν η εσωτερική διοίκηση.
– Πότε καταλαβαίνει πως δεν λειτουργεί αυτός ο τρόπος; Γιατί η αποτυχία είναι φανερή...
– Αντιλαμβάνεται ότι το διοικητικό προσωπικό που έχει δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο όραμά του. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: το 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου επιστρέφει στους ιδιοκτήτες τους κάποιες κατηγορίες μουσουλμανικών κτημάτων στη Μακεδονία, θεωρώντας πως αυτό θα διευκολύνει την επικείμενη ενσωμάτωση της Θράκης. Η απόφαση, όμως, δεν εφαρμόζεται από την τοπική διοίκηση, κάνοντας τον Βενιζέλο να σχολιάζει, φανερά ενοχλημένος, ότι «η τύφλωσις της ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος και ότι αυτή συστηματικώς πράττει ό,τι είναι δυνατόν όπως ματαίωση την επιτυχίαν των εθνικών μας διεκδικήσεων».
Πηγή: Η Καθημερινή, 24 Ιουλίου 2016
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδοτούν το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και την απαρχή για τους πληθυσμούς της περιοχής μιας νέας κοινωνικοπολιτικής και διοικητικής οργάνωσης εντελώς διαφορετικής σε σχέση με την προνεωτερική οργάνωση των μιλλέτ. Το ελληνικό κράτος μετά το 1912 έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με την πρόκληση της διοίκησης των Νέων Χωρών, μιας εκτεταμένης γεωγραφικά περιοχής με πληθυσμούς διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών καταβολών.
Μιλήσαμε για όλα αυτά τα θέματα με τον Γιάννη Γκλαβίνα, διδάκτορα Ιστορίας του ΑΠΘ, ο οποίος εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη το βιβλίο του «Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923). Από την ενσωμάτωση στην ανταλλαγή».
– Πώς εξελίσσονται τα πράγματα από τη στιγμή που οι Ελληνες, το 1912, καταλαμβάνουν τις Νέες Χώρες;
– Ο Βενιζέλος ήταν αυτός που διαχειρίστηκε τη διοίκηση των Νέων Χωρών. Στόχος της πολιτικής θεωρίας του «βενιζελισμού» ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου φιλελεύθερου αστικού κράτους, ενός κράτος δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου η διοίκηση θα συμπεριφέρονταν στους πολίτες με ισονομία και ισοπολιτεία ανεξαρτήτως φυλετικών ή θρησκευτικών καταβολών. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα ήταν η άμβλυνση κοινωνικών, εθνοτικών, θρησκευτικών διαφορών και η δημιουργία μιας ενιαίας ταυτότητας του Ελληνα πολίτη, που θα εργαζόταν για το κοινό συμφέρον και θα ενσωματωνόταν στον εθνικό κορμό.
Μάλιστα, κάποια ηγετικά στελέχη των βενιζελικών, όπως ο Ηλιάκης, προέβαλλαν ως πρότυπο τις ΗΠΑ. Η παραπάνω πολιτική σχετίζεται, βεβαίως, με την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, αποτελεί αίτιο και αιτιατό της εδαφικής επέκτασης που θα συμπεριελάμβανε περιοχές με ισχυρές πληθυσμιακά θρησκευτικές ή εθνικές μειονότητες, όπως η Σμύρνη, στόχος του βενιζελικού αλυτρωτισμού, αφού θεωρούνταν ότι θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
– Σκοπός του ήταν όντως η δημιουργία ενός κράτους δικαίου ή το θεωρούσε μέσον για να πείσει τους συμμάχους για τη Μεγάλη Ιδέα;
– Μπορώ να πω πως ισχύουν και τα δύο. Ο Βενιζέλος, δίνοντας ρεαλιστικά χαρακτηριστικά στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν ερμήνευε την εθνική ταυτότητα του Ελληνα πολίτη με όρους ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα, αλλά προέβαλε τη θεωρία του Ρενάν περί εθνικής συνείδησης ως ελεύθερης ατομικής βούλησης. Ετσι, μπορούσε να ενσωματώσει μη ελληνόγλωσσους πληθυσμούς στον εθνικό κορμό, στοιχείο κρίσιμο για την εδαφική επέκταση. Παράλληλα, παρουσίαζε στις Μεγάλες Δυνάμεις την εικόνα μιας χώρας που μπορούσε να εφαρμόσει ένα σύστημα διοίκησης που θα λειτουργούσε με σεβασμό στα δικαιώματα αλλόγλωσσων, αλλόθρησκων και αλλοεθνών, γεγονός που ερχόταν σε αντιδιαστολή με την κάκιστη παράδοση στον τομέα αυτό των Νεότουρκων και των Βουλγάρων, διεκδικητών των ίδιων με την Ελλάδα γεωγραφικών περιοχών.
– Πώς θα είχε ελεύθερη ατομική βούληση ένας άνθρωπος που για χρόνια ζούσε κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων; Πόσο ρεαλιστική ήταν αυτή η σχέση και από πού προέρχεται;
– Εχουμε μια μεγάλη αντίθεση: το όραμα και τις προϋποθέσεις υλοποίησής του. Ο Βενιζέλος, για να εφαρμόσει αυτό το μοντέλο διοίκησης, θα έπρεπε να βασιστεί σε ένα διοικητικό προσωπικό από την παλαιά Ελλάδα, που δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία διοίκησης περιοχών με πληθυσμιακή πολυμορφία, ενώ λειτουργούσε και με μια νοοτροπία αποικιοκράτη, γεγονός που υπογραμμιζόταν όχι μόνον από τις μειονότητες αλλά και από τους Ελληνες των Νέων Χωρών. Ετσι, οι καλές προθέσεις του Βενιζέλου αναιρούνταν στην πράξη, αφού οι μειονοτικοί πληθυσμοί αξιολογούσαν την ελληνική διοίκηση από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων του κρατικού μηχανισμού σε τοπικό επίπεδο, συμπεριφορά που απείχε παρασάγγας από τις αντιλήψεις της κεντρικής διοίκησης για την ενδεδειγμένη μειονοτική πολιτική. Η αποτυχία συγκρότησης δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κρατικό μηχανισμό και σε πολίτες, και ιδιαίτερα τις «ευάλωτες» μειονότητες, καθιστούσε σχεδόν αναγκαία τη δημιουργία παράλληλων δικτύων πατρωνίας, τοπικών ηγετικών ομάδων, κομματαρχών, μεσαζόντων ανάμεσα στο κράτος και στον πολίτη, ενώ ευνοούσε και τις προπαγάνδες αυτονομίας ή απόσχισης περιοχών.
– Από πού πηγάζει το όραμα αυτό;
– Ο Βενιζέλος είχε ως πρότυπο τις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης, ενώ είχε εμπειρία από το διοικητικό μοντέλο της Κρητικής Πολιτείας, όπου ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Στην Κρητική Πολιτεία λειτουργούσε ένα μοντέλο συνύπαρξης μουσουλμάνων και χριστιανών υπό ένα κράτος δικαίου, επιβαλλόμενο, βέβαια, από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Νομικά κείμενα της Κρητικής Πολιτείας χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα στη σύνταξη της Σύμβασης των Αθηνών του 1913 και κατά τις διαπραγματεύσεις της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι ως απόδειξη της ελληνικής φιλοδίκαιης πολιτικής έναντι των μουσουλμάνων.
– Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της σύμβασης;
– Η Σύμβαση των Αθηνών ήταν η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το 1913. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ευρύτατης μειονοτικής προστασίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Μάλιστα, η ίδια σύμβαση προέβλεπε τη δημιουργία τζαμιού στην Αθήνα, γεγονός φυσιολογικό στη βενιζελική θεωρία για ένα ανεξίθρησκο κράτος που θα αντιμετώπιζε ισότιμα και τους μουσουλμάνους πολίτες του. Οι αντιβενιζελικοί, βεβαίως, με αφορμή την παραπάνω πρόβλεψη, κατηγορούσαν τον Βενιζέλο ως προδότη.
– Οι αντίπαλοι εναντιώνονταν σε αυτόν για λόγους φυλετικής καθαρότητας;
– Οι αντίπαλοί του ήταν ετερόφωτοι. Διαμορφώνονταν πάντα σε σχέση με τον Βενιζέλο. Είχαν μια αντίληψη της Μεγάλης Ιδέας ρομαντική, ασαφή: μιλούσαν για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για Κωνσταντίνο ΙΒ΄, για την κόκκινη μηλιά. Μιλούσαν με όρους ρομαντισμού του 19ου αιώνα σε αντιδιαστολή με τη συγκροτημένη ρεαλιστική βενιζελική εξωτερική πολιτική που συναρτούσε την εδαφική επέκταση με τον τρόπο που ασκούνταν η εσωτερική διοίκηση.
– Πότε καταλαβαίνει πως δεν λειτουργεί αυτός ο τρόπος; Γιατί η αποτυχία είναι φανερή...
– Αντιλαμβάνεται ότι το διοικητικό προσωπικό που έχει δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο όραμά του. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: το 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου επιστρέφει στους ιδιοκτήτες τους κάποιες κατηγορίες μουσουλμανικών κτημάτων στη Μακεδονία, θεωρώντας πως αυτό θα διευκολύνει την επικείμενη ενσωμάτωση της Θράκης. Η απόφαση, όμως, δεν εφαρμόζεται από την τοπική διοίκηση, κάνοντας τον Βενιζέλο να σχολιάζει, φανερά ενοχλημένος, ότι «η τύφλωσις της ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος και ότι αυτή συστηματικώς πράττει ό,τι είναι δυνατόν όπως ματαίωση την επιτυχίαν των εθνικών μας διεκδικήσεων».
Πηγή: Η Καθημερινή, 24 Ιουλίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου