Μ. Παπανικολάου, «Τοπίο», Τα ποιήματα, Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα, Πρώτη Έκδοση 1966
Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει, βρέχει
στις ελιές τις γκρίζες·
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.—
Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα,
σκοτεινά κάτω κι απάνω:
Ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντήρια των Τσιγγάνων.
Απ’ την άσφαλτο, τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν...
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τραίνου.
Ένα σκιάχτρο απελπισμένο
στη νεροποντή, στο κρύο,
άδικα γνέφει στο τραίνο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών, αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα.
Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια...
πού 'ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ' αγρίμια;
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια...
πού 'ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ' αγρίμια;
Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου